ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΜΟΥ
Στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων πήγα τον Αύγουστο του 1961 ως μαθητής της Πατριαρχικής Σχολής και σε ηλικία 17 ετών έγινα Μοναχός και Διάκονος, τον Ιούνιο του 1962. Τον Ιούνιο του 1964 έγινα Ιερομόναχος και ανέλαβα Παιδονόμος, (ουσιαστικά υπεύθυνος για την λειτουργία της Πατριαρχικής Σχολής- μια ακόμη περιπέτεια). Το 1967 διορίσθηκα εφημέριος, ( Ηγούμενος λέμε στην Ιερουσαλήμ) στην Κοινότητα της Χάϊφας. Το 1969 μετετέθηκα στην Κοινότητα της Λύδδας. Το 1970 εγκατέλειψα το Πατριαρχείο και πήγα στην Αμερική για σπουδές, επειδή ο Πατριάρχης Βενέδικτος αρνήθηκε να με στείλει γιά σπουδές, όπως ήταν η επιθυμία μου και όπως είχα δικαίωμα να ζητήσω, ως αριστούχος μαθητής. Εξ’ αιτίας της φυγής μου αυτής ο Πατριάρχης μας καθήρεσε, (μαζί με άλλους δύο Αγιοταφίτες, τους Αρχιμανδρίτες Θεόκτιστο Σάμιο και Δαμιανό Μανώλη).
Μετά το τέλος των σπουδών μου επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ όπου έγινα δεκτός από τον Πατριάρχη Διόδωρο( Δεκέμβριος του 1981), και υπηρέτησα σε διάφορες θέσεις, (υπεύθυνος του Αγγλικού τμήματος της Αρχιγραμματείας(1982), Δραγουμάνος του Πατριαρχείου, (1983-4), Ηγούμενος του Παναγίου Τάφου και μέλος της Συνόδου(1985-8). Τον Φεβρουάριο του 1988 έγινα Επίσκοπος. Τον Μάϊο του ιδίου έτους διορίσθηκα Πατριαρχικός Επίτροπος, στο Ιρμπετ της Ιορδανίας, όπου καί υπηρέτησα από τον Ιούλιο μέχρι και τον Απρίλιο του 1989.
Ολα αυτά τα χρόνια της υπηρεσίας μου στο Πατριαρχείο διεπίστωσα ότι η κατάσταση στο Πατριαρχείο ήταν τελείως απαράδεκτη και ότι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο εξ αιτίας της δικτατορικής συμπεριφοράς του Πατριάρχου, ο οποίος εκμεταλευόμενος την κατάσταση, (Το γεγονός ότι είμαστε στο εξωτερικό, ότι η εκάστοτε τοπική Κυβέρνηση, αλλά και η Κυβέρνηση της Ελλάδος, η οποία παρακολουθεί και στηρίζει το Πατριαρχείο, αναγνωρίζουν και συνεργάζονται με τον Πατριάρχη ώς εκπρόσωπο του Πατριαρχείου και της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας), διαχειρίζεται το Πατριαρχείο σαν να είναι ιδιωτική του επιχείριση, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα και για τίποτε, με αποτέλεσμα να το διαλύσει κυριολεκτικά και να υπάρχει άμεσος κίνδυνος να χαθεί για πάντα για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Διεπίστωσα ότι κανείς δεν τολμούσε να καταγγείλει την κατάσταση αυτή, φοβούμενοι για την θέση τους και αναλογιζόμενοι τις περιπέτειες που προϋπέθετε μιά τέτοια διαμαρτυρία. Δυστυχώς, πάρα πολλοί Αγιοταφίτες, (Αρχιμανδρίτες, Ιερομόναχοι, Διάκονοι, Μοναχοί και μαθητές της σχολής), μήν μπορόντας να κάνουν υπομονή, εγκατέλειψαν το Πατριαρχείο. Οσοι, κατά καιρούς, τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση στο Πατριαρχείο, κατά κανόνα, αργά ή γρήγορα, εγκατέλειψαν το Πατριαρχείο. Οι υπόλοιποι, είτε σταμάτησαν να διαμαρτύρονται κάτω από απειλές, είτε συμβιβάστηκαν με την κατάσταση και κοίταξαν πώς να βολευτούν και να εκμεταλευτούν την κατάσταση πρός το δικό τους, προσωπικό συμφέρον. Ορισμένοι έκαναν υπομονή με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, να καλυτερέψουν τα πράγματα.
Βλέποντας την κατάσταση αυτή αναλογιζόμουν, σκεπτόμουν τον εαυτό μου και τι θά έκαμνα εγώ. Μία λύση θα ήταν ήταν να αδιαφορήσω για την κατάσταση και απλώς να περάσω την ζωή μου όσο πιό ήρεμα μπορούσα, πράγμα το οποίο δεν ήταν του χαρακτήρος μου, όπως απέδειξα με την μέχρι τότε διαγωγή μου και με τις διαμαρτυρίες μου. Μιά άλλη λύση θα ήταν να εγκαταλείψω το Πατριαρχείο και να τακτοποιηθώ κάπου αλλού, πράγμα το οποίο δεν το ήθελα.
Αποφάσησα λοιπόν, ως Επίσκοπος πλέον και μέλος της Συνόδου, να αναλάβω έναν αγώνα και να κάνω μιά προσπάθεια με την ελπίδα ότι ίσως καταφέρω να επιτύχω μια βελτίωση της καταστάσεως.
Αφορμή για την έναρξη αυτής της προσπάθειας πήρα από την συμπεριφορά του Πατριάρχου, στην Σύνοδο του Μαϊου του 1988, και διαμαρτυρήθηκα μέσα στην Σύνοδο γι’ αυτό. Από τότε και μέχρι τον Μάϊο του 1989 συνέχισα να διαμρτύρομαι έντονα και να παρακαλώ τον Πατριάρχη να αλλάξει συμπεριφορά και να συνεργασθεί με την Σύνοδο και την Αδελφότητα για το καλό του Πατριαρχείου. Δυστυχώς, εκείνος αδιαφόρησε και προσπάθησε, με τιμωρίες και απειλές, να με αναγκάσει να πάψω να διαμαρτύρομαι. Η συμπεριφορά του αυτή με ανάγκασε να παραιτηθώ από την θέση του Πατριαρχικού Επιτρόπου, στο Ιρμπετ, και να επιστρέψω στην Ιερουσαλήμ, με την απόφαση να αγωνισθώ μέχρις εσχάτων για την βελτίωση της καταστάσεως στο Πατριαρχείο.
Εξ’ αιτίας της παραιτήσεώς μου, ο Πατριάρχης, με απέπεμψε από την Σύνοδο, (με το έτσι θέλω, αντικανονικά και χωρίς απόφαση της Συνόδου), μου απαγόρεψε να λειτουργώ στο Πατριαρχείο και μου έκοψε τόν μισθό και το φαγητό, λέγοντάς μου ότι μόνο τότε θα λειτουργούσα και θά έπερνα τον μισθό μου, όταν θα επέστρεφα στην θέση μου στην Ιορδανία. Εγώ όμως ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω την διαμαρτυρία μου μέχρι τέλους και αυτό έκανα και κάνω μέχρι σήμερα και θα το κάνω μέχρι το τέλος της ζωής μου και μέχρι να πετύχω κάποιο θετικό αποτέλεσμα. (Βλέπε: Επιστολή προς τον Πατριάρχη Διόδωρο, 18/5/89).
Από τον Μάϊο του 1989, παραμένοντας στο Πατριαρχείο, άρχισα να διαμαρτύρομαι δημοσίως, με συνεντεύξεις, ομιλίες, και με επιστολές πρός την Σύνοδο, την Αδελφότητα, τα Πατριαρχεία και τις άλλες Εκκλησίες, πρός το Ποίμνιο και πρός πάσα κατεύθυνση, κυρίως μέσω του Τύπου, με σκοπό να πιέσω τον Πατριάρχη να αλλάξει συμπεριφορά, μια και κάθε άλλη προσπάθεια να τον πείσω, με διάλογο και συναίνεση, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Δυστυχώς, στήν προσπάθειά μου αυτή, δεν βρήκα ανταπόκριση από τον Πατριάρχη αλλά ούτε και συμπαράσταση από κανέναν.
Τον Απρίλιο του 1994, έξη χρόνια μετά τις δημόσιες καταγγελίες μου, ο Πατριάρχης, θέλοντας να μου «ανταποδώσει τα ίσα», κάλεσε έναν δημοσιογράφο από την Κύπρο και του έδωσε μια συνέντευξη καταφερόμενος εναντίον μου. Στην συνέντευξή του αυτή, αφού με κατηγόρησε για πολλά και διάφορα πράγματα, στο τέλος είπε ότι, έάν σταματούσα να διαμαρτύρομαι εναντίον του και επέστρεφα στην θέση μου στην Ιορδανία, όλα θα ήταν εντάξει, δείχνοντας, με τον τρόπο αυτό ότι, όλα όσα είπε εναντίον μου ηταν ψέμματα, και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να μην τον κατηγορούν για όσα απαράδεκτα έκαμνε εις βάρος του Πατριαρχείου. Οταν έλαβα γνώση της συνέντευξης, και επειδή όλα όσα είπε σ’ αυτήν ήταν ψέμματα, ειδοποίησα τον Πατριάρχη ότι εάν δεν τα διέψευδε δημοσίως, θα του έκαμνα μήνυση στα δικαστήρια. Εκείνος με αγνόησε και έτσι, μή έχοντας άλλο τρόπο για να τον αναγκάσω να ανακαλέσει τις ψευδείς κατηγορίες του, αναγκάσθηκα να καταφύγω στα δικαστήρια τα οποία τον κατεδίκασαν σαν ψεύτη και συκοφάντη.
Αμέσως μόλις έμαθε ο Πατριάρχης ότι του έκανα μήνυση στο δικαστήριο, (και το έμαθε αμέσως επειδή ο δικηγόρος μου ηταν γνωστός του Πατριάρχου, χωρίς εγώ να το γνωρίζω αυτό, και μάλιστα τον προσέλαβε και σαν δικηγόρο του Πατριαρχείου για να τον δωροδοκίσει και να αδιαφορήσει για την υπόθεσή μου), κάλεσε αμέσως την Σύνοδο, τέσσερες ημέρες μετά την κατάθεση της αγωγής στο δικαστήριο, και με καθήρεσε.
Η καθαίρεση αυτή είναι τελείως αντικανονική και ανυπόστατη για πολλούς λόγους. Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημείου Αθηνών Κος. Βλάσιος Φειδάς, με σημείωμά του πρός το Πατριαρχείο (Φάκελος Πατριαρχείου : Φ. Νικηφόρου - Α/03), αναφέρει ότι η καθαίρεση είναι αντικανονική. Επίσης, για τους παρακάτω λόγους, η καθαίρεσή μου είναι ανυπόστατη και αντικανονική.
1. Δεν ακολουθήθηκε καμιά διαδικασία, δηλ. δίκη, κατηγορία, απολογία κλπ.
2. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας της Εκκλησίας πού να λέει ότι όταν ένας Επίσκοπος κατηγορεί κάποιον άλλον Επίσκοπο καθαιρείται.
3. Εγώ κατηγόρησα τον Πατριάρχη Διόδωρο για ορισμένα πράγματα, και ο Πατριάρχης Διόδωρος έγινε δικαστής και με τιμώρησε επειδή τον κατηγόρησα. Πού ακούστηκε ο κατηγορούμενος να γίνεται δικαστής και νά δικάζει τον κατήγορο; καί είναι δικαιοσύνη αυτή; Θα έπρεπε ο Πατριάρχης Διόδωρος να μήν συμετάσχει καθόλου στην Σύνοδ που με καθήρεσε και βέβαια να μην υπογράψει.
4. Ο Πατριάρχης Διόδωρος, όπως αναφέρεται μέσα στην απόφαση, με καθήρεσε γιά να με εκδικηθεί, επειδή του έκανα μήνυση στα Εβραϊκά δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμηση.
5. Στην επίμαχη συνέντευξη που έδωσε ο Πατριάρχης Διόδωρος στο Περιοδικό Σελίδες της Κύπρου, λίγους μήνες πρίν από την καθαίρεσή μου, αλλά 6 ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη της διαμαρτυρίας μου και αφού τον κατηγόρησα δημοσίως γιά την διάλυση του Πατριαρχείου, δηλώνει ότι είναι πρόθημος να με συγχωρέσει εάν σταματήσω να τον κατηγορώ.
6. Γράφει ψευδώς, στην απόφαση καθαιρέσεως, ότι αρνήθηκα να πάω στο Ιρμπετ. Στό Ιρμπετ πήγα και υπηρέτησα 9 μήνες και από εκεί υπέβαλα την παραίτησή μου.
7. Την απόφαση υπέγραψε αργότερα και ο μη παρών στην συνεδρίαση Αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος Γρηγόριος.
Γιά όλους αυτούς τούς λόγους και πιθανόν και γιά άλλους τους οποίους μπορεί να ανακαλύψει ενας νομομαθής και έμπειρος στα πράγματα, η καθαίρεσή μου είναι ανυπόστατη και δεν την αναγνωρίζω ως κανονική παρά μόνο εάν επανεξετασθεί από κάποιο άλλο εκκλησιαστικό η και πολιτικό διακαστήριο. Δυστυχώς η έκκλησή μου πρός τίς άλλες Ελληνικές Εκκλησίες να παρέμβουν έμεινε αναπάντητη.
Παρ’ όλην αυτήν την ταλαιπωρία, παρέμεινα στο Πατριαρχείο, ασχολούμενος κυρίως με την ξενάγηση Προσκυνητών, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, κάτι θα γινόταν που θα άλλαζε την κατάσταση.
Τον Δεκέμβριο του 2000, πέθανε ο Πατριάρχης Διόδωρος. Ολοι οι Αγιοταφίτες, συμπεριλαμβανομένου και του Πατριάρχου Ειρηναίου, μου έλεγαν ότι με την νέα κατάσταση θα γινόταν η αποκατάστασή μου και θα μπορούσα να συνεχίσω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο Πατριαρχείο. Δυστυχώς τα πράγματα δεν έγιναν έτσι ακριβώς. Ο νέος Πατριάρχης, αποφασισμένος να συνεχίσει τήν ίδια τακτική των προκατόχων του, δηλαδή να χρησιμοποιήσει το Πατριαρχείο για την καλοπέρασή του και την ικανοποίηση των οποιωνδήποτε επιθυμιών του, μου ζήτησε, για να με αποκαταστήσει, νά κάνω μιά αίτηση για την αποκατάστασή μου στην οποία να ζητήσω συγνώμη γιά όσα είπα και έγραψα εναντίον του Πατριάρχου Διοδώρου καί να δεχθώ τίς τιμωρίες που μου επέβαλε ως δίκαιες και κανονικές. Του είπα ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσα να το κάνω. (Βλέπε : Ανοικτή επιστολή προς τον Πατριάτχη Ειρηναίο, Νοέμβριος 2001).
Δυστυχώς, ο Πατριάρχης Ειρηναίος, από την πρώτη ημέρα έδειξε τις πραγματικές διαθέσεις του. Πέταξε από την Σύνοδο τρείς Αρχιερείς αντικανονικά. Αρχισε να καταδιώκει όλους εκείνους οι οποίοι δεν ήταν μαζί του στίς εκλογές. Αρχισε το ξεπούλημα της περιουσίας του Πατριαρχείου για να έχει χρήματα να ξοδεύει για τα κέφια του και γενικά δημιούργησε μια κατάσταση χειρότερη και από αυτήν που είχαμε επί Διοδώρου. Δυστυχώς, οι υπόλοιποι Αγιοταφίτες, έσκυψαν το κεφάλι τους και δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την νέα κατάσταση και έτσι αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το Πατριαρχείο, συνεχίζοντας τίς διαμαρτυρίες μου από την Ελλάδα.
Μετά τα δραματικά γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην καθαίρεση και την απομάκρυνση του Πατριάρχου Ειρηναίου, ήλπιζα στη αποκατάστασή μου. Δυστυχώς και πάλι έπεσα έξω. Ο νέος Πατριάρχης, Θεόφιλος, τον οποίο μάλιστα υπεστήριξα με πάθος για την θέση του Πατριάρχου, και ο άμεσος συνεργάτης του, ο Αρχιγραμματεύς του Πατριαρχείου, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος, αποδείχθηκαν χειρότεροι από τους άλλους διότι, όπως έγραψαν στα πρακτικά της Συνόδου, ( Συνεδρία Θ΄ 28-4-2006), και στην επίσημη ανακοίνωση της αποκαταστάσεώς μου (Βλέπε: Ανακοίνωση αποκατάστασης.΄Αριθ. Πρωτ. 458, 10-5-2006), με απεκατέστησαν μεν αλλά, μόνο αφού εγώ “δήλωσα ειλικρινή μετάνοια” γιά τις διαμαρτυρίες μου, πράγμα που είναι τελείως αναληθές και απολύτως απαράδεκτο για μένα διότι εάν έκαμνα κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να διέψευδα όλες τις διαμαρτυρίες μου οι οποίες όχι μόνο είναι πέρα ως πέρα αληθινές αλλά και είναι μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας και της καταστάσεως που επικρατεί στο Πατριαρχείο.
Οταν επεκοινώνησα με τον Αρχιγραμματέα σχετικά μου είπε ότι έγινε μεν λάθος και ότι δεν έπρεπε να το γράψουν έτσι, αλλά τέλος πάντων, δεν ήταν τίποτε σπουδαίο που θα έπρεπε να με ανησυχεί, και δεν έπρεπε να δίνω και πολύ σημασία σε τέτοιες “μικρολεπτομέριες”. Εγώ του δήλωσα ότι δεν ήταν καθόλου μικρολεπτομέριες και επέμενα ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε το “λάθος” αυτό να διορθωθή. Μου υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε γιαυτό.
Επεκοινώνησα με τον Πατριάρχη και τον παρεκάλεσα να φροντίση να διορθωθεί το υποτιθέμενο λάθος αλλά εκείνος επέμενε ότι δεν ήταν λάθος αλλά ότι έτσι έπρεπε να γραφτή το κείμενο.(Βλέπε : Επιστολές προς τον Πατριάρχη Θεόφιλο, 1, 2)
Στο αμέσως επόμενο διάστημα προσπάθησα με κάθε δυνατό τρόπο να τους πείσω να αλλάξουν την διατύπωση της αποφάσεως, δυστυχώς χωρίς επιτυχία.
Τέλος αποφάσησα να παραιτηθώ, εις ένδειξη διαμαρτυρίας, από τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Ασκάλωνος και από την Αγιοταφιτική Αδελφότητα πράγμα που τους το κοινοποίησα με ανοικτή επιστολή την οποία κοινοποίησα σέ όλη την Αδελφότητα και στον Ημερήσιο Ελληνικό Τύπο. ( Βλέπε: Ανοικτή επιστολή # 1, προς την Αγιοταφιτική Αδελφότητα ).
Ο Πατριάρχης αγνόησε την παραίτησή μου αυτή και επέμενε να με θεωρή ως μέλος της Αδελφότητος.
Εν τω μεταξύ εγώ προσπαθούσα, μέσω μεσολαβητών, να τους πείσω να διορθώσουν την διατύπωση της επίμαχης αποφάσεως και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Οταν βεβαιώθηκα ότι δεν είχαν κανέναν σκοπό να διορθώσουν την απόφασή τους αυτή, για να μήν νομίση κανείς ότι το θέμα έληξε γιά μένα και οτι εγώ συμβιβάσθηκα με την απόφαση αυτή, αποφάσησα με μεγάλη μου λύπη, να αναθεματίσω τον Πατριάρχη Θεόφιλο, τον Αρχιγραμματέα, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης Αρίσταρχο και όλους εκείνους οι οποίοι ενσυνειδήτως και εκουσίως συνυπέγραψαν την απόφαση εκείνη, πράγμα πού κοινοποίησα και πάλι με ανοικτή επιστολή στη Αγιοταφιτική Αδελφότητα και στον Τύπο.( Βλέπε: Ανοικτή επιστολή # 2, προς την Αγιοταφιτική Αδελφότητα και τον Τύπο).
Περίμενα, μετά από την πράξη μου αυτή, να με καλέση ο Πατριάρχης και να μου ζητήση εξηγήσεις σχετικά. Μέχρι τώρα δεν άκουσα τίποτε.
Σε ανθρώπους οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να μεσολαβήσουν για να διευθετηθή αυτή η διαφορά απαντούν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και ότι μπορώ να επιστρέψω στο Πατριαρχείο όποτε θέλω. Προσποιούνται δηλαδή ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Σε άλλους πάλι λέγουν ότι τώρα πλέον θα πρέπει, για να με δεχθούν πίσω στο Πατριαρχείο, να ζητήσω συγνώμη για τον αναθεματισμό πού τους επέβαλα.
Επειδή, όπως ανέφερα και παραπάνω, η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη για μένα και επειδή δέν βρίσκω άλλο τρόπο για να τους πιέσω για να διορθώσουν την ανήθικη αυτή απόφασή τους δηλώνω απερίφραστα ότι θα εξακολουθήσω νά διαμαρτύρομαι και να καταγγέλω την απάτη τους εις βάρος μου και ότι θα παραμείνουν αναθεματισμένοι μέχρι να την διορθώσουν. Επισης τους προειδοποιώ να μήν τολμήσει κανείς τους να διορθώσει την απάτη και την ανηθικότητα αυτή μετά τον θάνατό μου, ( όχι, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι είμαι αιώνιος), διότι θα τους αναθεματίσω και μετά θάνατον.
Μέχρι σήμερα ήμουν διατεθημένος να δεχθώ κάποιο συμβιβασμό, δηλαδή μιά ουδέτερη διατύπωση η οποία δεν θα αναφερόταν καθόλου στις αιτίες της τιμωρίας μου και δεν θα έθιγε κανέναν. Τώρα όμως απαιτώ από τον Πατριάρχη και την Σύνοδο να μου ζητήσουν δημοσίως συγνώμη για όσα έκαναν, ή δεν έκαναν για μένα, και σέ όλους τους Αγιοταφίτες, όλα αυτά τα χρόνια.
Αθήνα, Μάρτιος 2009
Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΜΟΥ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΔΙΟΔΩΡΟ
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΕΙΡΗΝΑΙΟ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ #1 ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΘΕΟΦΙΛΟ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ #2 ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΘΕΟΦΙΛΟ
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΘΕΟΦΙΛΟ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΝΑΘΕΜΑΤΟΣ